liquidité - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

liquidité - translation to Αγγλικά


liquidité         
n. liquidity, quality or state of being liquid; interchangeability of assets and money; fluidity, quality of being fluid; quality of flowing smoothly and easily
liquidités      
n. liquid assets, properties which may be quickly turned into cash

Βικιπαίδεια

Liquidité
*En sciences économiques, les liquidités représentent la monnaie disponible.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για liquidité
1. Une crise de liquidité... La crise de liquidité, répondent les spécialistes.
2. La liquidité du portefeuille s‘est réduite jusqu‘ŕ devenir incompatible avec l‘exigence de liquidité quotidienne d‘un fonds public.
3. Leur transparence et leur liquidité sont limitées.
4. On comprend mieux les pi';ges que peut receler la liquidité. Considérons un fonds de fonds qui prétend offrir une liquidité mensuelle et devrait en toute logique investir des sous–jacents dont la liquidité est au maximum mensuelle.
5. Surcroît de liquidité Ce passage d‘une vaste catégorie de produits du marché interbancaire ŕ la bourse va créer de la liquidité au bon moment.